- καθυστεροῦσαν
- καθυστερέωfall behindpres part act fem acc sg (attic epic doric)καθυστερέωfall behindpres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καλαμίδας, Δημήτριος — Αγωνιστής του 1821 από τη Μιτζέλα της Θεσσαλίας. Ήταν πρόκριτος και πλούσιος γαιοκτήμονας. Στις αρχές του 19ου αι. είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του Αλή πασά, τα τσιφλίκια του οποίου επιτρόπευε στην ανατολική Θεσσαλία. Λόγω της θέσης του, το 1807 … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek